Photo credits: freepik.com
Όταν ο Σωκράτης είπε το περίφημο «ένα ξέρω πως τίποτε δεν ξέρω» σίγουρα δεν παρεξηγήθηκε από κανέναν, ούτε σύγχρονο ούτε μεταγενέστερο. Απεναντίας τιμάται διαχρονικά και παγκοσμίως. Προσωπικά, επειδή νιώθω ενοχικά κάθε φορά που με «πιάνουν» οι μαθητές μου να αγνοώ κάτι πλήρως ή μερικώς, προσπαθώ να μου υπενθυμίζω το παραπάνω ρητό.
Φαίνεται πως στον διδάσκοντα κάτι τέτοιο συνήθως συμβαίνει στην αρχή της καριέρας του και τον κάνει να νιώθει άγχος ή ακόμη χειρότερα να αμφισβητεί τις γνώσεις του.
Παρακάτω θα σας παρουσιάσω μερικούς τρόπους που μας βοηθούν να διαχειριστούμε αυτή μας την «αδυναμία» μπροστά στους μαθητές. Πριν, όμως, το κάνω θα ήθελα να τονίσω ότι -αντίθετα από ό,τι πιστεύουν πολλοί- οι καθηγητές δεν τα γνωρίζουν όλα. Πιθανώς δε, οι μαθητές να μας κάνουν ερωτήσεις που άπτονται διαπροσωπικών σχέσεων ή άλλων αντικειμένων.
Καταρχάς, η αντίδρασή μας θα πρέπει να είναι ανάλογη της ερώτησης. Για παράδειγμα, αν ο μαθητής μας ρωτά μια άγνωστη λέξη ή φράση, θα απαντήσουμε διαφορετικά από την ερώτηση για μια χρονολογία ή κάτι πιο σύνθετο, όπως η «αντιστροφή» στα αγγλικά. Στην πρώτη περίπτωση μπορούμε να του παρέχουμε μια περιφραστική φράση ή ακόμη και να ανοίξουμε το λεξικό μπροστά του. Στην δεύτερη ίσως χρειαστεί να αναφέρουμε επιπλέον παραδείγματα, πέρα από το βιβλίο και θα χρειαστεί χρόνος, αν δεν είμαστε εξοικειωμένοι με το εν λόγω γραμματικό φαινόμενο. Εάν τα μαθήματά μας είναι διαδικτυακά, μπορούμε να ελιχθούμε αναζητώντας την απάντηση την ίδια στιγμή χωρίς να το αντιληφθούν οι μαθητές, χρησιμοποιώντας το ίντερνετ.
Επιπλέον, μπορούμε να προσκαλέσουμε και να προκαλέσουμε τους μαθητές να ψάξουν μόνοι τους τις απαντήσεις. Πιο συγκεκριμένα, μπορούμε να αποφύγουμε την ερώτηση, στρέφοντάς την προς εκείνους και ζητώντας τους να βρουν οι ίδιοι πληροφορίες που θα μας παρουσιάσουν την άλλη φορά στην τάξη. Ο λόγος που το κάνουμε αυτό εξυπηρετεί τρεις σκοπούς:
- αποφεύγουμε μια άγνωστη ερώτηση
- κάνουμε τα παιδιά ενεργούς μαθητές
- τους δίνουμε την δυνατότητα να συγκρίνουν στοιχεία αφού αμφότεροι θα παρουσιάσουμε τα ευρήματά μας στην τάξη.
Μια συνήθης πρακτική που μας ενθαρρύνουν οι ψυχολόγοι να ακολουθήσουμε είναι η «αυτοαποκάλυψη». Μας καλούν δηλαδή να πούμε την αλήθεια στους διδασκόμενους και να παραδεχτούμε ότι «αυτό ή το άλλο δεν το γνωρίζουμε». Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε περισσότερα ή να προσπαθήσουμε να δικαιολογηθούμε. Αρκεί μια απλή και ξεκάθαρη δήλωση, όπως η παραπάνω, συνοδευόμενη από την υπόσχεση ότι θα το κοιτάξουμε και θα τους πούμε προσεχώς.
Ωστόσο, η πάντα ενδελεχής δική μας προετοιμασία μειώνει την ύπαρξη τέτοιων αμήχανων στιγμών. Η προετοιμασία αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο τα όσα εμπεριέχονται στα κείμενα αλλά και πιθανές ερωτήσεις που μπορούν να προκύψουν. Σχετικές με το θέμα του μαθήματος και που εικάζουμε ότι μπορεί να έχουν οι μαθητές μεγαλύτερων επιπέδων.
Τελευταίο μυστικό είναι να ανατρέξουμε στην βοήθεια συναδέλφων που έχουν μεγαλύτερη εμπειρία ή πιστεύουμε ότι μπορούν να μας δώσουν την απάντηση στο ερώτημα των παιδιών. Η συζήτηση μαζί τους θα μας βοηθήσει άμεσα, θα μας δείξει εμπιστοσύνη και θα δώσει την δυνατότητα και στους δύο να αλληλοβοηθηθούμε στο μέλλον. Θα πρέπει να μιλάμε με ανθρώπους του χώρου και να κάνουμε ερωτήσεις γιατί έτσι θα μάθουμε.
Όταν τα κατανοήσουμε όλα αυτά δεν θα μας ενοχλεί και τόσο μια άβολη ή άγνωστη ερώτηση των μαθητών μας. Βέβαια κι εγώ για να το καταλάβω αυτό χρειάστηκε να περάσει κάμποσος καιρός. Μάλιστα διαπίστωσα πως είναι κυρίως θέμα δικό μου τι πιστεύω για τις γνώσεις μου και πως νιώθω απέναντι στο άγνωστο.
Εξάλλου το «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα» εκβάλλει σε δύο πανανθρώπινες αξίες: την μετριοφροσύνη και την προσέγγιση ενός θέματος όντας απαλλαγμένος από την προκατάληψη πως εγώ ξέρω σίγουρα να το ερμηνεύσω σωστά!