Η επιλογή των γυναικών να γίνουν μητέρες σε ηλικίες μετά τα 40, είναι ένα φαινόμενο που αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια. Αυτό έρχεται ως αποτέλεσμα των αλλαγών που παρατηρούνται στην εποχή και την κοινωνία μας, όπου τα πρότυπα, τα δεδομένα και οι ρυθμοί της ζωής έχουν αλλάξει.
Ο ρόλος της γυναίκας έχει αποσυνδεθεί πλέον από αυτόν αποκλειστικά της συζύγου, καθώς οι γυναίκες σπουδάζουν, κάνουν καριέρα, έχουν πολλαπλές υποχρεώσεις, συχνά δεν βρίσκουν τον κατάλληλο σύντροφο, οπότε καθυστερούν τη διαδικασία της τεκνοποίησης.
Στην Ελλάδα, μία στις πέντε γυναίκες κάνει το πρώτο της παιδί μετά τα 35. Το 1975, έμεναν έγκυες το 5% των γυναικών άνω των 30 ετών. Σήμερα, το ποσοστό είναι 25%. Οι εγκυμοσύνες γυναικών ηλικίας 35-39 ετών έχουν αυξηθεί κατά 100% από το 1975. Διπλάσιες είναι σήμερα από το 1980 και οι εγκυμοσύνες γυναικών 40-44 ετών. Στις ΗΠΑ, με 4 εκατομμύρια γεννήσεις τον χρόνο, 4.000 γέννες ετησίως γυναικών ηλικίας 45-49 ετών και 250 γέννες γυναικών ηλικίας 50-54 ετών.
Πώς η ηλικία επηρεάζει τη γονιμότητα
Όσο περνάνε τα χρόνια η γονιμότητα μειώνεται, γεγονός το οποίο οφείλεται σε ήπιες διαταραχές της ωορρηξίας και σε διάφορες παθήσεις, όπως η ενδομητρίωση και οι χρόνιες φλεγμονές του τραχήλου και των σαλπίγγων. Σύμφωνα με τα στατιστικά, το 1/3 των γυναικών μεταξύ 35-39 ετών έχουν προβλήματα γονιμότητας, καθώς και οι μισές γυναίκες άνω των 40 ετών. Αν μια γυναίκα άνω των 35 δεν έχει συλλάβει μέσα σε 6 μήνες προσπάθειας, πρέπει να συμβουλευτεί το γιατρό της.
Είναι γνωστό ότι οι γυναίκες άνω των 35 ετών εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο να γεννήσουν παιδιά με χρωμοσωμικές ανωμαλίες, όπως το σύνδρομο Down, η δυσπλασία του εμβρύου, κλπ., οι οποίες εξαρτώνται και από την ηλικία του συζύγου. Ο κίνδυνος αποβολής τους τρεις πρώτους μήνες, επίσης αυξάνεται με την ηλικία, αφού μεταξύ 35-40 ετών το ποσοστό είναι περίπου στο 20%, ενώ στις ηλικίες 40-45 ετών είναι 50%.
Οι γυναίκες άνω των 35 ετών ενδέχεται να αντιμετωπίσουν περισσότερες επιπλοκές από τις νεότερες γυναίκες, όπως διαβήτη κύησης, προβλήματα χαμηλής εγκατάστασης του πλακούντα στη μήτρα και πρόωρο τοκετό.
Το κάπνισμα, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, η παχυσαρκία, οι παθήσεις του θυρεοειδούς, ο σακχαρώδης διαβήτης, η νεφροπάθεια και άλλες μεταβολικές ασθένειες, είναι κάποιοι ακόμη από τους παράγοντες που συμβάλλουν στη δυσκολία της σύλληψης.
Επίσης, οι γυναίκες σε μεγαλύτερες ηλικίες οφείλουν να γνωρίζουν ότι στη γέννηση του μωρού τους είναι πολύ αυξημένες οι πιθανότητες καισαρικής τομής και βέβαια, ότι πρέπει να είναι σε διαρκή ιατρικό έλεγχο.
Η καλή διατροφή, η αποφυγή καπνίσματος, η λήψη βιταμινών (κυρίως φιλικού οξέως), η κατανάλωση καλοψημένου κρέατος και αποφυγή κονσερβών, συμβάλλουν σε καλύτερα αποτελέσματα.
Τα πλεονεκτήματα της μητρότητας σε ηλικίες άνω των 40
Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού του University College και του Birkbeck College του Λονδίνου, οι γυναίκες που γεννούν μετά τα 40, κάνουν πιο έξυπνα, υγιή, ήρεμα και ευτυχισμένα παιδιά, τα οποία αναπτύσσουν πιο ευρύ λεξιλόγιο και πετυχαίνουν καλύτερες επιδόσεις στα τεστ IQ μέχρι την ηλικία των 5 ετών.
Επιπλέον, φαίνεται ότι υπάρχουν οφέλη και στην ανατροφή των παιδιών, καθώς τα ευρήματα έδειξαν ότι οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας μπορούν να γίνουν καλύτερες μητέρες σε σύγκριση με αυτές σε νεότερες ηλικίες, πιθανώς λόγω της μεγαλύτερης εμπειρίας και ωριμότητάς τους. Επίσης, φαίνεται να είναι λιγότερο παρορμητικές, πιο ήρεμες και με μεγαλύτερη εμπειρία ζωής που τις εξοπλίζει καλύτερα ώστε να ανταπεξέλθουν στο νέο τους ρόλο. Τέλος, όπως προκύπτει, οι γυναίκες που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες στην εγκυμοσύνη και τον τοκετό (όπως είναι πιθανό να συμβεί στις πιο μεγάλες ηλικίες), γίνονται καλύτερες μητέρες.
Το σημαντικότερο πλεονέκτημα, σύμφωνα με τους ψυχολόγους, είναι ότι οι γυναίκες σε αυτή την ηλικία έχουν χορτάσει από τις χαρές της ζωής -άντρες, διασκέδαση, ταξίδια, επαγγελματική καταξίωση- και νιώθουν πιο ώριμες και έτοιμες να βιώσουν τους "περιορισμούς" της μητρότητας και να αφιερωθούν στο παιδί. Συχνά δε, λόγω μόρφωσης και εμπειρίας, κάνουν καλύτερες επιλογές ως προς τους συντρόφους τους.
Επιπλέον, είναι πιο πρόθυμες να θηλάσουν, όπως προκύπτει από αμερικανική έρευνα, η οποία συγχρόνως παρατήρησε ότι οι ίδιες εφαρμόζουν πιο υγιεινές διατροφικές συνήθειες στα παιδιά τους. Μία άλλη έρευνα έδειξε ότι οι γυναίκες μετά τα 40 που αποκτούν μωρά με φυσιολογικό τοκετό τείνουν να ζουν περισσότερο. Μία λογική εξήγηση είναι πως τα οιστρογόνα που κατακλύζουν τον οργανισμό έχουν επίδραση που βοηθάει στη μακροζωία αφού προστατεύουν την καρδιά, την υγεία των οστών και τη λειτουργία πολλών ακόμη οργάνων.