Οι γυναίκες που προσπαθούν να αποκτήσουν παιδί μέσω τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής πρέπει να επιδιώκουν συστηματικά τον έλεγχο του άγχους τους ακόμα και πριν από τη σύλληψη. Διαφορετικά, διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη και προβλημάτων με την καρδιά τους. Μια καλή πρακτική είναι να δοκιμάζουν διάφορες στρατηγικές, όπως να είναι πιο δραστήριες, να τρέφονται υγιεινά, να κάνουν διαλογισμό και γιόγκα, να αποφεύγουν το αλκοόλ, την απομόνωση και να υιοθετούν αυτές που τους ταιριάζουν καλύτερα, προκειμένου να έχουν καλύτερη υγεία στο μέλλον.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε μελέτη που πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης και του Brigham and Women's Hospital και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of the Endocrine Society.
«Κάθε δεκαετία που περνά, το στρες των ανθρώπων αυξάνεται. Μελέτες απ’ όλον τον κόσμο και ιδίως τον δυτικό, έχουν επιβεβαιώσει το μέγεθος του προβλήματος. Από αυτές έχει επίσης φανεί ότι οι γυναίκες βιώνουν μεγαλύτερο στρες από τους άνδρες. Όσες προσπαθούν δε να αποκτήσουν απογόνους με τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής έχουν ιδιαιτέρως υψηλά ποσοστά, εξαιτίας της άκρατης επιθυμίας τους να ευοδωθούν οι προσπάθειές τους.
Είναι γνωστό, όμως, ότι αυτή η ψυχολογική κατάσταση έχει επιπτώσεις στον μεταβολισμό της γλυκόζης σ’ ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών, περιλαμβανομένων των εγκύων.
Εκτός από το άγχος υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που επιδρούν αρνητικά και μπορεί να οδηγήσουν σε προεκλαμψία ή υπέρταση κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τις διατροφικές συνήθειες και τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας πριν από τη σύλληψη», εξηγεί ο εξειδικευθείς στη Γυναικολογική Ενδοκρινολογία, την Υπογονιμότητα και την Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, Μαιευτήρας Γυναικολόγος Δρ Ιωάννης Παπακωνσταντίνου.
Στην πρόσφατη μελέτη οι ερευνητές επιδίωξαν να καταλάβουν, εάν το στρες, το οποίο αξιολογήθηκε πριν από τη σύλληψη, σχετίζεται με τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μελετώντας γυναίκες που επισκέπτονταν ένα κέντρο γονιμότητας. Αξιολόγησαν επίσης, εάν ο συσχετισμός διαφοροποιείτο ανάλογα με τον τρόπο σύλληψης (φυσική, ενδομήτρια σπερματέγχυση [IUI] και εξωσωματική γονιμοποίηση [IVF]), όπως και από συγκεκριμένους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες (φυλή, εκπαίδευση, εισόδημα).
Ανέλυσαν δεδομένα από τη μελέτη EARTH που διεξήχθη στο Κέντρο Γονιμότητας του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης από το 2004 έως το 2019, με συμμετοχή 398 γυναικών ηλικίας 18 έως 45 ετών. Κατά την έναρξη της μελέτης, οι γυναίκες ανέφεραν το άγχος που βίωναν πριν από τη σύλληψη, όπως αυτές το αντιλαμβάνονταν.
Οι επιστήμονες έλαβαν υπόψη τους και άλλες πληροφορίες, όπως το οικογενειακό και ιατρικό ιστορικό, τη χρήση καπνού και καταναλωτικών προϊόντων. Οι περισσότερες δεν είχαν καπνίσει ποτέ (78%) και είχαν τουλάχιστον πανεπιστημιακή εκπαίδευση (64%). Τριακόσιες από τις συμμετέχουσες συνέλαβαν χρησιμοποιώντας ιατρικώς υποβοηθούμενες τεχνολογίες, όπως ενδομήτρια σπερματέγχυση (IUI) ή εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF).
Οι εξετάσεις γλυκόζης έγιναν κατά μέσο όρο στις 26 εβδομάδες κύησης. Φυσιολογικές θεωρήθηκαν οι τιμές που ήταν ίσες ή μικρότερες από 140 mg/dL.
Οι 82 από τις 398 γυναίκες είχαν ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα, γεγονός που αποτελεί παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2, καθώς και καρδιαγγειακών προβλημάτων, μεταξύ των οποίων και της συσσώρευσης ασβεστίου στις αρτηρίες (ασβέστωση), μετέπειτα στη ζωή τους.
Αυτές είχαν και το υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και τα υψηλότερα επίπεδα στρες πριν από τη σύλληψη.
Αξιοσημείωτο είναι πως είχαν υψηλότερο στρες και σάκχαρο όσες συνέλαβαν με IUI συγκριτικά με εκείνες που είχαν υποβληθεί σε εξωσωματική γονιμοποίηση.
«Η σπερματέγχυση (IUI) είναι μια ολιγόλεπτη διαδικασία που δεν χρειάζεται χορήγηση φαρμάκων γονιμότητας πριν από αυτή. Απαιτεί, ωστόσο, προετοιμασία του σπέρματος. Έγκειται στην τοποθέτησή του απευθείας στη μήτρα κατά την απελευθέρωση ενός ή περισσοτέρων ωαρίων από κάποια ωοθήκη. Αυτό γίνεται είτε κατά τη φυσιολογική ωορρηξία είτε μετά από χορήγηση φαρμάκων που προάγουν την παραγωγή ωαρίων.
Ως μέθοδος επιλέγεται κυρίως, όταν ο άνδρας είναι ήπια υπογόνιμος ή έχει προβλήματα στύσης ή εκσπερμάτισης και σε γυναίκες με προβλήματα στον τράχηλο. Οι πιθανότητες επιτυχίας εξαρτώνται από την ηλικία της γυναίκας, από την αιτία της υπογονιμότητας, από την ποιότητα του σπέρματος και τον αριθμό των σπερματοζωαρίων, καθώς και από τη χρήση φαρμάκων γονιμότητας.
Η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) είναι μια διαφορετική τεχνική, που η σύλληψη δεν λαμβάνει χώρα στη σάλπιγγα, όπως γίνεται φυσιολογικά, αλλά σε εργαστηριακό περιβάλλον. Είναι πιο περίπλοκη διαδικασία, κατά την οποία συλλέγονται τα ωάρια από τις ωοθήκες, γονιμοποιούνται από το σπέρμα στο εργαστήριο και στη συνέχεια ένα ή περισσότερα γονιμοποιημένα ωάρια επανατοποθετούνται στη μήτρα. Τόσο τα ωάρια όσο και το σπέρμα μπορεί να προέρχονται από δότη, εάν για τον οποιοδήποτε λόγο δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν του ζευγαριού. Αποτελεί την αποτελεσματικότερη τεχνική υποβοηθούμενης αναπαραγωγής που άλλοτε προσφέρεται, όταν άλλες τεχνικές, όπως η IUI, έχουν αποτύχει και άλλοτε ως αρχική θεραπεία της υπογονιμότητας.
Δηλαδή προτείνεται σε γυναίκες με διαταραχές ωορρηξίας, με ενδομητρίωση, με προηγούμενη απολίνωση σαλπίγγων ή αφαίρεσή τους, με καρκίνο, γυναίκες που απαγορεύεται να κυοφορήσουν λόγω προβλημάτων υγείας ή επιθυμούν να καθυστερήσουν την απόκτηση απογόνων ή λόγω υπογονιμότητας ανδρικής αιτιολογίας.
Απαιτεί φάρμακα διέγερσης των ωοθηκών για ανάπτυξη πολλαπλών ώριμων ωαρίων ταυτόχρονα. Η γονιμοποίηση αυτών γίνεται μέσα σε ειδικά δοχεία (τρυβλία) που περιέχουν καλλιεργητικό υγρό. Μετά τη γονιμοποίηση τοποθετούνται σε επωαστικό κλίβανο για μερικές ημέρες. Εκεί αναπτύσσονται τα έμβρυα τα οποία είτε τοποθετούνται στο ενδομήτριο, μέσω ενός λεπτού καθετήρα ή καταψύχονται για μελλοντική χρήση.
Σημαντικός παράγοντας επιτυχίας είναι η ηλικία. Όσο νεώτερη είναι η γυναίκα τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες επιτυχούς κυοφορίας. Ένας άλλος καταλυτικός παράγοντας είναι και ο αριθμός των εμβρύων που μεταφέρονται», διευκρινίζει ο Δρ Παπακωνσταντίνου.
«Τα ευρήματα της συγκεκριμένης μελέτης επιβεβαίωσαν παλαιότερες, κι επιπλέον έδειξαν ότι οι γυναίκες που κατέχουν υψηλές θέσεις ευθύνης, οι οποίες απαιτούν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, περισσότερο χρόνο και αμείβονται καλύτερα, διακατέχονται από μεγαλύτερο άγχος, γεγονός που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πριν από τον οικογενειακό προγραμματισμό απόκτησης παιδιού. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να μειωθούν οι πιθανότητες εμφάνισης προεκλαμψίας κατά την κύηση, σακχαρώδους διαβήτη, όπως και καρδιαγγειακών παθήσεων», καταλήγει ο Δρ Ιωάννης Παπακωνσταντίνου.