«Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει»: Συνέντευξη της Ανθής Ιωαννίδου στο CKG

Πώς ένα αυγό γλάρου φτάνει στην κατοχή ενός γάτου; Θα φάει ο γάτος το αυγό; Τι ρόλο παίζουν οι υπόλοιποι τσαχπίνικοι γάτοι του λιμανιού; Θα καταφέρει ο γάτος να μάθει στο μικρό γλαρόνι να πετάει;

Τέσσερις εξαιρετικοί ηθοποιοί φορούν τα υπέροχα κοστούμια και τις χειροποίητες μάσκες τους, όλα φτιαγμένα από ανακυκλώσιμα υλικά και μεταμορφώνονται σε γλάρους και γάτους του λιμανιού.

Τραγουδούν ζωντανά, χορεύουν και μιλούν για τη διαφορετικότητα, την αγάπη και τον σεβασμό για κάθε τι που φαντάζει ξένο, μακρινό, αλλιώτικο.

Όλα αυτά συμβαίνουν στην παράσταση «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει» του Λουίς Σεπούλβεδα, που ανεβαίνει για τρίτη χρονιά στο θέατρο Artbox Fargani από την ομάδα BLACKBIRD.
«Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει»

Η σκηνοθέτιδα της παράστασης, Ανθή Ιωαννίδου, μιλάει στο CKG για τα μηνύματα που περνάει η παράσταση στα παιδιά, για το πώς μεταφέρεται ένα βιβλίο στη θεατρική σκηνή και πολλά άλλα ενδιαφέροντα.   

Τι σημαίνει για εσάς το γεγονός ότι η παράσταση ανεβαίνει φέτος για 3η συνεχόμενη χρονιά;
Ποιος να το φανταζόταν κάποια χρόνια πριν, όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε την παράστασή μας, αυτήν την πρώτη μας δουλειά ως Blackbird, ότι θα την αγκάλιαζαν τα παιδιά τόσο σφιχτά, και ότι θα ταξίδευε, θα ακουγόταν και θα αγαπιόταν τόσο. Η αλήθεια είναι πως η ιστορία, το ίδιο το κείμενο είναι αριστουργηματικό, και θέλω να πιστεύω η σκληρή δουλειά και η αγάπη μας γι’ αυτό, ήταν ο καλύτερος συνδυασμός. Ίσως οι άνθρωποι, μικροί μεγάλοι, να έχουμε πιο πολύ ανάγκη από ποτέ να μας πει κάποιος ότι όλα μπορούν να συμβούν, ότι μπορούμε να καταφέρουμε το ακατόρθωτο μέσα από την αγάπη και τον αλληλοσεβασμό.

Ποια είναι η ιστορία που εξελίσσεται στη σκηνή;
Η ιστορία ξεκινά με ένα σμήνος γλάρων που βρίσκεται στον ωκεανό, το οποίο δυστυχώς πέφτει σε μια πετρελαιοκηλίδα. Η Κενγκά, μία γλαροπούλα, μολύνεται από το πετρέλαιο, αδυνατεί να πετάξει και προσγειώνεται στο μπαλκόνι του γάτου Ζορμπά. Του εκμυστηρεύεται ότι πρόκειται να γεννήσει ένα αυγό και του ζητάει τρεις χάρες. Να μην φάει το αυγό, να φροντίσει το γλαρόνι όταν αυτό γεννηθεί και να του μάθει να πετάει. Εκεί ξεκινά η περιπέτεια όλης της ιστορίας, καθώς ο Ζορμπάς με τους υπόλοιπους γάτους του λιμανιού, τον Ξερόλα, τον Κολονέλο, τον Γραμματικό και τον Σταβέντο, προσπαθούν να κρατήσουν την υπόσχεση που έδωσε ο Ζορμπάς, να μεγαλώσουν το μικρό γλαρόνι και να το μάθουν να πετάει. Είναι μια τρομερή ιστορία, μια ιστορία ενηλικίωσης, μια ιστορία παρέας που προσπαθεί για το ακατόρθωτο. Ένα πράγμα είναι σίγουρο, ότι αυτά τα πλάσματα επί σκηνής ξέρουν να αγαπούν βαθιά και αληθινά, να προσφέρουν, να συνεργάζονται, να ονειρεύονται, να ελπίζουν και να πιστεύουν με όλη τους την καρδιά, ότι όλα μπορούν να συμβούν.
«Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει»

Πόσο δύσκολη είναι η μεταφορά ενός βιβλίου στη θεατρική σκηνή;
Διαβάζοντας ένα βιβλίο, και στην περίπτωσή μας το συγκεκριμένο του Λουίς Σεπούλβεδα, μαγεύεσαι από τις περιγραφές και τις έντονες εικόνες που δημιουργεί, αλλά όλη αυτήν την ιστορία πρέπει να την μετατρέψεις σε διαλόγους, ώστε να μπορέσει να σταθεί σκηνικά. Επίσης, κάτι που πραγματικά με δυσκόλεψε στη θεατρική διασκευή είναι πως δυστυχώς δεν μπορούν να μπουν όλα, όλοι οι χαρακτήρες, όλες οι λεπτομέρειες, οπότε πρέπει με κουράγιο να θυσιάσεις κάποια στοιχεία του αρχικού έργου για να μπορέσει να δημιουργηθεί μια παράσταση μιας ώρας.

Τι θεωρείτε ότι είναι αυτό που γοητεύει τους θεατές της παράστασης;
Νομίζω ότι αυτοί οι τσαχπίνικοι γάτοι του λιμανιού κλέβουν την παράσταση. Ο καθένας τους είναι τόσο ξεχωριστός, ιδιαίτερος και μοναδικός, που εντυπωσιάζουν τους μικρούς θεατές, θέλουν να τους γνωρίσουν και να τους αγκαλιάσουν. Ίσως μέσα από αυτούς τους υπέροχους χαρακτήρες, συναντούν γνώριμα στοιχεία του χαρακτήρα τους αλλά και των φίλων τους.

Υπάρχει κάποιο στοιχείο στην παράσταση που ξεχωρίζετε;
Τα δυο πιο αγαπημένα μου στοιχεία στην παράσταση είναι οι μάσκες που έχουμε κατασκευάσει για κάθε ήρωα, που είναι χειροποίητες, φτιαγμένες με πολύ κόπο, ώστε να συνάδουν με την προσωπικότητα κάθε ρόλου και είναι κάτι πραγματικά εντυπωσιακό, γιατί φορώντας μια μάσκα, το σώμα του ηθοποιού κινείται με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Και μια μικρή αδυναμία υπάρχει και στα τραγούδια της παράστασης, που οι στίχοι γράφτηκαν από τους ίδιους τους ηθοποιούς κατά την διάρκεια των προβών, και όταν τα τραγουδούν κάθε φορά ζωντανά, κάνει ένα μικρό τσακ η καρδιά μου.
«Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει»

Ποιο είναι το μήνυμα που περνάει στα παιδιά η παράσταση;
Θα χρησιμοποιήσω μια φράση που λέγεται στο τέλος του έργου: «Τελικά πετάει μόνο όποιος τολμάει να πετάξει». Η δύναμη της θέλησης και η πραγματική ελευθερία είναι ένα ηχηρό μήνυμα που περνάει στα παιδιά. Επίσης το έργο μιλά για την συντροφικότητα, για τον αλληλοσεβασμό, για την ανιδιοτελή αγάπη, για την αποδοχή, για τα περιβαλλοντολογικά προβλήματα που έχει δημιουργήσει ο ίδιος ο άνθρωπος και τόσα άλλα, καθώς αυτό το κείμενο όπως και η ίδια μας η ζωή δεν είναι μόνο ένα πράγμα, είναι πολλά πολλά μικρά που όλα μαζί δημιουργούν το σύμπαν αυτού του έργου.

Θα θέλατε να μας συστήσετε τους συντελεστές της παράστασης;
Θα ήθελα να ξεκινήσω με τον Αλέξη Κότσυφα, συνιδρυτή της ομάδας Blackbird και βοηθό σκηνοθέτη της παράστασης, που χωρίς αυτόν τίποτα δε θα ήταν το ίδιο. Τους αγαπημένους μου φίλους και ηθοποιούς της παράστασης Γιώτα Κασιμιάδου, Μαρκέλλα Καραπιπέρη, Χρύσα Σεραφείμ και Γιώργο Τερζή, που με εμπιστεύτηκαν από την πρώτη στιγμή, έφεραν τις πιο τρελές ιδέες και φτιάξαμε μαζί αυτήν την πρώτη μας δουλειά, που θα έχει πάντα μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας. Η Τζένη Γεωργιάδου έχει φτιάξει τα κοστούμια μας από ανακυκλώσιμα υλικά και ήταν πίσω από τις κουίντες να βάζει και να βγάζει κοστούμια για να γίνονται γρήγορα οι αλλαγές, ο Στέφανος Μπουζόπουλος, ο παντοτινός φωτογράφος και βιντεογράφος της ομάδας που υπομένει τις τρέλες και τις ακατανόητες ιδέες μας, ο Χαρίσιος Γκατζόφλιας που έγραψε αυτήν την εξαιρετική μουσική για τα τραγούδια της παράστασης, η Δήμητρα Βυζαντιάδου, γραφίστρια της ομάδας, με τεράστια υπομονή και κατανόηση, ακόμα κι αν βρίσκεται χιλιόμετρα μακριά. Και δεν θα μπορούσε να λείπει η Μαρία Τότσκα, η επικοινωνιολόγος μας, που ξεκινήσαμε μαζί αυτό το ταξίδι, που αν δεν ήταν αυτή μάλλον δε θα κάναμε αυτήν την συζήτηση. Την ευχαριστώ από καρδιάς για την υποστήριξη, τον προγραμματισμό και την αμέριστη κατανόησή της.