Εδώ και πολλά χρόνια έχουμε συνηθίσει να ακούμε ότι τα περισσότερα παιδιά με υποτροπιάζουσες βρογχίτιδες στα πρώτα χρόνια της ζωής τους θα ξεπεράσουν όπως μεγαλώνουν την "αναπνευστική ευαισθησία τους" όταν θα φτάσουν σε ηλικία 5-6 ετών.
Και αυτό είναι αλήθεια, για το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών που ταλαιπωρούνται με ασθματικού τύπου συμπτώματα στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς.
Ωστόσο δεν ισχύει για όλα τα παιδιά, και σίγουρα δεν είναι σίγουρο ότι οι βρογχίτιδες αυτές στα πρώτα 3-5 έτη θα είναι χωρίς αρνητικό επακόλουθο στην ενήλικο ζωή, έστω και αν φαινομενικά το πρόβλημα συχνά υποχωρεί.
Στο τεύχος Ιουνίου 2020 του περιοδικού Journal of Allergy & Clinical Immunology (JACI) δημοσιεύτηκε μελέτη μακροχρόνιας παρακολούθησης παιδιών που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1950-1960 στη Δανία. Τα παιδιά αυτά εξετάστηκαν στα πρώτα χρόνια της ζωής και καταγράφηκαν οι μικροί ασθενείς με ασθματικού τύπου συμπτώματα επί ιώσεων. Στη συνέχεια παρακολουθήθηκαν στην πορεία των επόμενων δεκαετιών και υποβλήθηκαν στην ηλικία των 50 ετών σε έλεγχο αναπνευστικής λειτουργίας με σπιρομετρία.
Το συμπέρασμα ήταν ότι η ασθματικού τύπου συνδρομή της παιδικής ηλικίας αποτελούσε επιβαρυντικό προγνωστικό δείκτη για αυξημένη νοσηρότητα από το αναπνευστικό στην ηλικία των 50 ετών.
Το ιστορικό παιδικού άσθματος διπλασίαζε τον κίνδυνο για ανάπτυξη Χρόνιας Αποφρακτικής Πνευμονοπάθειας (ΧΑΠ ή COPD όπως είναι το ακρωνύμιο στην Αγγλική γλώσσα), επιταχύνοντας ουσιαστικά τη γήρανση του πνεύμονα δυσανάλογα σε σύγκριση με τους υγιείς συνομηλίκους τους.
Τα αποτελέσματα της μελέτης είναι σε συμφωνία με όσα γνωρίζουμε σήμερα για την πρώιμη γήρανση του πνεύμονα. Συμβάματα που λαμβάνουν χώρα προ και μετά τη γέννηση στα πρώτα χρόνια ζωής του παιδιού ευθύνονται πολύ περισσότερο. Η ΧΑΠ σίγουρα δεν οφείλεται αποκλειστικά στο κάπνισμα όπως πιστευόταν έως τώρα.
Τα πρώιμα αυτά γεγονότα καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το επίπεδο αναπνευστικής λειτουργίας που θα καταφέρει να φτάσει το παιδί όταν είναι στην ηλικία των 20-25 ετών και την ταχύτητα έκπτωσης αυτής μετά στην πορεία των επόμενων ετών.
Φαίνεται λοιπόν ότι το οικογενειακό ιστορικό άσθματος, η προωρότητα, το παθητικό κάπνισμα και οι λοιποί ρύποι (εντός και εκτός σπιτιού προ και μετά τη γέννηση), οι αναπνευστικές λοιμώξεις των πρώτων ετών (συχνότητα, βαρύτητα) δρουν επιβαρυντικά. Οι παράγοντες αυτοί, σε συνδυασμό με το DNA του ατόμου "κλειδώνουν" την αναπνευστική λειτουργία σε χαμηλά επίπεδα και μάλιστα πολύ νωρίς, ακόμα και στα πρώτα 1-2 έτη ζωής.
Από την άλλη πλευρά και τα παιδιά με άσθμα και αναπνευστική αλλεργία έχουν επηρεασμένη σπιρομετρία στη σχολική ηλικία πολύ πιο συχνά συγκριτικά με συνομήλικα παιδιά με άσθμα χωρίς υποκείμενη αλλεργία, αποτελώντας ένα επιπλέον πληθυσμό μελλοντικών ενηλίκων με κίνδυνο πρόωρης έκπτωσης αναπνευστικής λειτουργίας.
Με τα παραπάνω δεδομένα και την απαίτηση των καιρών για επιβράδυνση της γήρανσης του πνεύμονα, με τον μέσο όρο ζωής στις αναπτυγμένες χώρες να βελτιώνεται και το περιβάλλον που ζούμε να γίνεται ολοένα λιγότερο φιλικό για το αναπνευστικό μας σύστημα, η αντιμετώπιση των παιδιών με το άσθμα αποτελεί μία πρόκληση στο παιδοαλλεργιολογικό ιατρείο. Η σύγχρονη τακτική απαιτεί εξατομικευμένη προσέγγιση, ιατρική ακριβείας με υψηλούς στόχους για τον μικρό ασθενή και ολιστική προσέγγιση.
Στην προσπάθεια αυτή δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην πρόληψη μέσα από τις κατάλληλες δράσεις σε ατομικό επίπεδο και σε επίπεδο κοινωνίας για διάφορα κρίσιμα θέματα όπως το κάπνισμα στην εγκυμοσύνη.
Η ορθή και πρώιμη διάγνωση, ο καθορισμός του επιμέρους προφίλ που έχει το κάθε παιδί μέσα από τον απαραίτητο έλεγχο είναι προαπαιτούμενα ώστε να δοθεί η κατάλληλη συμβουλευτική.
Ολιστική προσέγγιση σημαίνει μη φαρμακευτική παρέμβαση και όταν χρειάζεται φαρμακευτική αγωγή. Εξαιρετικής σημασίας στο ολιστικό μοντέλο είναι η διατήρηση καλής φυσικής κατάστασης με αύξηση της δραστηριότητας, υιοθέτηση της σωματικής άσκησης σαν κομμάτι της καθημερινότητας του παιδιού, ενίσχυση της τήρησης της μεσογειακής διατροφής και βελτίωση του σωματικού βάρους όπου αυτό απαιτείται ελέγχοντας για πιθανές ελλείψεις βιταμινών και θρεπτικών συστατικών όπως η βιταμίνη D.
Βραχυπρόθεσμος στόχος μιας επιτυχούς αντιμετώπισης είναι η βελτίωση της καθημερινότητας του παιδιού και της οικογένειας του και μακροπρόθεσμος στόχος η καλύτερη αναπνευστική λειτουργία στην ενήλικο ζωή.
Παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει στην αντιμετώπιση των χρόνιων αναπνευστικών προβλημάτων των ενηλίκων και κυρίως της ΧΑΠ, η πρόληψη της νόσου παραμένει σημαντικότερη όλων των υπόλοιπων επιτευγμάτων.
Και για την επιτυχή πρόληψη πρέπει να γυρίσουμε το χρόνο 40 ή 50 χρόνια πριν, στην πρώτη παιδική ηλικία προσπαθώντας να αλλάξουμε όσο είναι εφικτό την πορεία των πραγμάτων αποτρέποντας την πρώιμη γήρανση του πνεύμονα.
Κλείνοντας σαν μήνυμα, αν πρέπει να ξεχωρίσουμε ποια παιδιά με ασθματικού τύπου συμπτώματα κινδυνεύουν περισσότερο να μεταπέσουν σε αυριανούς ενήλικες με ΧΑΠ και αξίζουν ακόμα μεγαλύτερης προσοχής, αυτά είναι τα πρόωρα βρέφη, τα παιδιά με συχνά και σοβαρά ασθματικά συμπτώματα και τα παιδιά με άσθμα και σημαντική αναπνευστική αλλεργία.
Γράφτηκε από Μάριος Παπαδόπουλος,
Παιδοπνευμονολόγος – Παιδοαλλεργιολόγος,
Υπεύθυνος του Πνευμονολογικού Τμήματος ΙΑΣΩ Παίδων και Επιστημονικός Συνεργάτης του Αλλεργιολογικού Τμήματος ΙΑΣΩ Παίδων.
Αναδημοσίευση από iasopaidon.gr