Αποτελεί μία από τις συχνότερες παθήσεις της παιδικής ηλικίας, με έμφαση στα παιδιά 2-5 ετών. Επιστημονικά αναφέρεται ως εκκριτική ή καταρροϊκή μέση ωτίτιδα. Όταν το υγρό παραμένει για χρονικό διάστημα άνω των τριών μηνών, χαρακτηρίζεται ως χρόνια ορώδης ή βλεννώδης μέση ωτίτιδα.
Το συνηθέστερο σύμπτωμα είναι η μικρή ή μέτρια πτώση της ακουστικής ικανότητας (βαρηκοΐα αγωγιμότητας) και το αίσθημα βουλώματος του αυτιού. Συχνά - κυρίως στην παιδική ηλικία - περνά απαρατήρητη (σιωπηλή), καθώς δεν συνοδεύεται από θορυβώδη συμπτωματολογία, όπως ωταλγία, πυρετό ή ωτόρροια. Επίσης, δεν είναι αναγκαίο να συνδυάζεται με ιστορικό φλεγμονών του μέσου ωτός. Συνήθως ανακαλύπτεται τυχαία κατά την προληπτική κλινική εξέταση. Άλλοτε, το οικογενειακό ή σχολικό περιβάλλον του παιδιού δύναται να διαπιστώσει μειωμένη αντίληψη της ομιλίας (κυρίως σε θορυβώδες περιβάλλον) ή και μια τάση αδικαιολόγητης αύξησης της έντασης συσκευών ήχου (πχ τηλεόραση, μουσική).
Η υποψία κατά κύριο λόγο των γονέων για ενδεχόμενη μικρή μείωση της ακουστικής ευαισθησίας του παιδιού τους ή η διαπίστωση αυτής της παθολογίας από τον οικογενειακό παιδίατρο, πρέπει να οδηγήσει έγκαιρα το παιδί σε εξειδικευμένη και λεπτομερέστερη εξέταση από ωτορινολαρυγγολόγο. Η εμμένουσα εκκριτική ή καταρροϊκή μέση ωτίτιδα δύναται ανάμεσα σε άλλα να προκαλέσει καθυστέρηση της ομιλίας ή ποικίλες διαταραχές της, διαταραχές της συμπεριφοράς ή ακόμα και μαθησιακές (κατά κανόνα στην αμφοτερόπλευρη εντόπισή της). Επιπροσθέτως, είναι δυνατόν η μακρόχρονη συνεχής παρουσία υγρού πίσω από το τύμπανο να προκαλέσει παθολογοανατομικές αλλοιώσεις στον τυμπανικό υμένα, στο βλεννογόνο του μέσου ωτός, στα ακουστικά οστάρια ή σπανιότερα και στον αισθητηριακό μηχανισμό του κοχλία. Για παράδειγμα, αλλοιώσεις όπως ο ατροφικός τυμπανικός υμένας (αδύναμος), η δημιουργία τυμπανοσκληρυντικών πλακών στο τύμπανο, η έντονη εισολκή του (ατελεκτασία), η πάχυνση του βλεννογόνου του μέσου ωτός με δημιουργία συμφύσεων και αλλοιώσεις στα οστάρια, μπορούν σε περίπτωση που δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα να δημιουργήσουν μόνιμα προβλήματα στην ανατομία και λειτουργία του αυτιού.
Η παρακολούθηση με ωτομικροσκόπηση και τυμπανομετρία για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 3 μηνών σε αμφοτερόπλευρη εντόπιση και 6 μηνών σε μονόπλευρη είναι κατά κανόνα απαραίτητη σε όλα τα περιστατικά, ενώ η χορήγηση αντιβιοτικών είναι αμφιλεγόμενη και το όφελος μικρό ή ανύπαρκτο. Πρωταρχικό ρόλο στην επίμονη παραμονή του υγρού πίσω από το τύμπανο παίζει η δυσλειτουργία της ευσταχιανής σάλπιγγας, του σωληνίσκου που αερίζει και παροχετεύει τις εκκρίσεις του μέσου ωτός στο πίσω μέρος της μύτης. Ενδιαφέρον είναι πως πρόσφατες έρευνες δείχνουν πως τα παιδιά που είχαν μακροχρόνια παρουσία υγρού στο μέσο ους, αναπτύσσουν συχνότερα δυσκολία κατανόησης της ομιλίας ιδίως σε θορυβώδες περιβάλλον κατά την ενηλικίωσή τους, ακόμα και αν το υγρό υποχωρήσει αυτόματα!
Λόγω της ύπουλης συχνά αυτής παθολογίας, σε επιλεγμένα περιστατικά είναι απαραίτητη η χειρουργική αντιμετώπιση με μυριγγοτομή ή τοποθέτηση σωληνίσκων αερισμού. Είναι πια απλή επέμβαση, που δεν απαιτεί νοσηλεία του παιδιού. Συνιστούμε να αποφεύγεται η είσοδος νερού στον έξω ακουστικό πόρο μέχρι την απόρριψη του σωληνίσκου αερισμού και τη διαπίστωση της ακεραιότητας του τυμπάνου, για να αποφευχθεί εξωγενής επιμόλυνση του μέσου ωτός.