Η παιδική κακοποίηση δυστυχώς, εξακολουθεί να αποτελεί ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα στις μέρες μας. Ο όρος "κακοποίηση/παραμέληση του παιδιού" αναγνωρίσθηκε ως αυτοτελές φαινόμενο μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα, παρά το γεγονός ότι το φαινόμενο αυτό περιγράφεται στην παγκόσμια ιστορία από τους μυθολογικούς ακόμη χρόνους.
Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του ΟΗΕ (1979) και η παγκόσμια υιοθέτησή της, έχουν συμβάλλει στην αναγνώριση του ιδιαίτερα σοβαρού και εκτεταμένου προβλήματος, καθώς και σε μια διεθνή κινητοποίηση με τη μορφή μιας "ειρηνικής επανάστασης" για την αντιμετώπιση και την πρόληψή της κακοποίησης ή παραμέλησης των παιδιών.
Βασικές μορφές κακοποίησης παιδιού
Οι κυριότερες μορφές που εμφανίζει η κακοποίηση του παιδιού, είτε μεμονωμένα είτε συνδυαστικά, είναι οι παρακάτω:
- Σωματική κακοποίηση
- Σεξουαλική κακοποίηση
- Συναισθηματική κακοποίηση
- Παραμέληση ή έκθεση παιδιών σε κίνδυνο
- Εκμετάλλευση ανηλίκων για εμπορικούς σκοπούς
Στην Ελλάδα η πραγματική έκταση του φαινομένου φαίνεται από τα αποτελέσματα στατιστικών (στοιχεία από Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, Becan Study 2012):
- 1 στα 2 παιδιά έχει πέσει θύμα τουλάχιστον μιας ανεπιθύμητης εμπειρίας σωματικής βίας.
- 1 στα 10 παιδιά βίωσε τουλάχιστον 1 περιστατικό σεξουαλικής βίας.
- Σχεδόν 3 στα 10 παιδιά (28%) είναι θύματα παραμέλησης.
- Λιγότερες από 1 στις 10 σοβαρές περιπτώσεις καταγράφονται σε υπηρεσίες, ενώ 9 στις 10 παραμένουν χωρίς διάγνωση, προστασία και αντιμετώπιση.
Η ανατροφή ενός παιδιού σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον, είτε ως μάρτυρας είτε ως θύμα βίας, αποτελεί ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Η ενδοοικογενειακή βία παρεμποδίζει την ελευθερία, προκαλεί φόβο και μπορεί να επηρεάσει τραυματικά την ανάπτυξη και την προσωπικότητα του παιδιού. Ένα παιδί που μεγαλώνει σε ένα βίαιο περιβάλλον έχει περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξει συναισθηματική αστάθεια, ανασφάλεια, φόβο, άγχος, κατάθλιψη, μετατραυματικό στρες, διαταραχές ύπνου και διατροφής.
Πώς επηρεάζεται ένα παιδί ανά ηλικία
Η ενδοοικογενειακή βία επηρεάζει ένα παιδί από τη βρεφική ακόμη ηλικία. Αρχικά, το βρέφος δεν αισθάνεται την απαραίτητη ασφάλεια, καθώς οι γονείς δεν του παρέχουν φροντίδα σε ένα αρμονικό και ήρεμο περιβάλλον. Επιπλέον, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γονείς ενδεχομένως να επηρεάσουν την άμεση ανταπόκριση τους στις βασικές ανάγκες του βρέφους, με αποτέλεσμα εκείνο να νιώθει δυσφορία, άγχος, συναισθηματική αστάθεια, να έχει δυσκολία στη διατροφή και τον ύπνο. Επίσης, μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά η ανάπτυξη του συναισθηματικού δεσμού μητέρας-βρέφους. Οι συνεχείς εντάσεις και η βία προκαλούν στο βρέφος έντονο κλάμα, σωματικά συμπτώματα (ασθένειες, πόνο στην κοιλιά), φόβο και διστακτικότητα στη διαδικασία εξερεύνησης του περιβάλλοντος και εμπλοκής του στο παιχνίδι.
Τα παιδιά στην προσχολική ηλικία βιώνουν εξίσου αρνητικά συναισθήματα, όπως άγχος, φόβο και ανησυχία. Μπορεί να εμφανίσουν σωματικά συμπτώματα, πονοκεφάλους, πόνους στην κοιλιά ή να έχουν δυσκολία στη διατροφή και τον ύπνο, να παρουσιάσουν επιθετική συμπεριφορά ακόμα και στο παιχνίδι ή να κλειστούν στον εαυτό τους και να γίνουν παθητικά. Από την άλλη, είναι πιθανό να βιώσουν αισθήματα ενοχής για τα περιστατικά βίας στο σπίτι και να θεωρούν ότι είναι αυτά υπεύθυνα. Τέλος, υπάρχει περίπτωση τα παιδιά αυτά να υιοθετήσουν συμπεριφορές προηγούμενων αναπτυξιακών σταδίων (πιπίλισμα δακτύλου, νυχτερινή ενούρηση, κλπ.).
Στη σχολική ηλικία, τα παιδιά μπορεί να εμφανίσουν προβλήματα στην επίδοσή τους, χαμηλή συγκέντρωση, δυσκολία στη μνήμη και στη δημιουργία θετικών διαπροσωπικών σχέσεων. Καθώς τα παιδιά θεωρούν τη βία ως μέσο επίλυσης προβλημάτων, ίσως γίνουν πιο επιθετικά προς τους άλλους. Το άγχος και ο φόβος είναι βασικά χαρακτηριστικά που διέπουν και αυτό το αναπτυξιακό στάδιο.
Στην εφηβεία, τα παιδιά έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν σοβαρά προβλήματα, τα οποία μπορεί να τους ακολουθούν και στην ενήλικη ζωή, όπως: αντικοινωνική και παραβατική συμπεριφορά, χρήση ουσιών, πρόωρη σεξουαλική δραστηριότητα, απόπειρες αυτοκτονίας. Επίσης, καλλιεργείται αίσθημα άγχους, κατάθλιψης και επιθετικότητας προς άλλους. Οι έφηβοι είναι πιθανόν να ασκούν και οι ίδιοι βία προς άλλα μέλη της οικογένειας, έχοντας τη βία ως πρότυπο επίλυσης συγκρούσεων και την πεποίθηση ότι το θύμα φταίει για ό, τι του συμβαίνει.
Ένας κακοποιητικός γονέας μαθαίνει στο παιδί του μέσω της μίμησης ότι η βίαιη και επιθετική συμπεριφορά είναι ένας "φυσιολογικός" τρόπος επίλυσης συγκρούσεων. Έτσι, το παιδί μεγαλώνοντας έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να ασκήσει το ίδιο βία ή ακόμη να δέχεται βία, υιοθετώντας μια στάση αποδοχής και την πεποίθηση ότι το θύμα αξίζει αυτά που παθαίνει. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι συνέπεια της ενδοοικογενειακής βίας. Έχει διαπιστωθεί ότι ένα παιδί που κακοποιείται από μέλος της οικογένειας του, δυσκολεύεται να εμπιστευτεί τους γύρω του με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται να δημιουργήσει και να διατηρήσει υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις. Επιπλέον, νιώθει ανάξιο να το φροντίσουν ή να το αγαπήσουν, γεγονός που συμβάλει στην χαμηλή αυτοεκτίμηση και τη χαμηλή αυτοεικόνα.
Παράγοντες κίνδυνου και αιτίες της παιδικής κακοποίησης
Οι εξωοικογενειακοί παράγοντες αναφέρονται κυρίως στις κοινωνικοοικονομικές δυσκολίες διαβίωσης (π.χ. ανεργία, φτώχια), στις περιορισμένες παροχές και πηγές στήριξης της οικογένειας, στην ποιότητα ζωής, στο περιβάλλον της οικογένειας, στον κοινωνικό αποκλεισμό, κτλ., ενώ βαρύτητα δίνεται στα εκάστοτε πρότυπα της κοινωνίας σχετικά με τους τρόπους ανατροφής, πειθαρχίας και συμπεριφοράς προς τα παιδιά.
Οι κακοποιητικές πράξεις συνδέονται με την προσωπικότητα και την ψυχολογική/ψυχιατρική κατάσταση του γονέα, την κοινωνικoοικονομική του θέση, τη μικρή ηλικία της μητέρας, τη φυσική ή συναισθηματική απουσία της μητέρας, τη μονογονεϊκότητα, την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, την οικογενειακή ανατροφή, την αγωγή και το ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης του γονέα, την κατανομή εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα, κτλ.
Η δυσλειτουργική επικοινωνία στην οικογένεια αποτελεί σημαντικό προγνωστικό παράγοντα για την ενδοοικογενειακή βία. Ειδικότερα, οι διαταραγμένες, βίαιες ή φτωχές σχέσεις μεταξύ των μελών, η παθολογία της οικογένειας, η κοινωνική απομόνωση, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και η διαγενεακή μεταφορά της βίας ενισχύουν τον κατάλογο των αιτιών της παιδικής κακοποίησης.
Σύμφωνα με σχετικές έρευνες για τις επιπτώσεις της κακοποίησης στη νευροφυσιολογία του εγκεφάλου κατά τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, οι εμπειρίες κακοποίησης και έντονου στρες μπορούν να καταστρέψουν εκατομμύρια νευρώνων και συνάψεων του εγκεφάλου, μια κατάσταση πολύ δύσκολα αναστρέψιμη. Οι βλάβες αυτές επιδρούν αρνητικά στη σύνθετη σκέψη, στη µνήµη και τη συµπεριφορά, απορυθμίζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου, ενώ επηρεάζουν και άλλα συστήµατα του οργανισμού. Η έλλειψη σταθερού δεσµού µε πρόσωπο φροντίδας σε παιδιά προσχολικής ηλικίας (όπως για παράδειγμα αυτά που μεγαλώνουν σε ιδρύµατα), έχει ως πιθανή συνέπεια συναισθηµατικές διαταραχές αλλά και ατροφία συγκεκριμένων τµηµάτων του εγκεφάλου.
Αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης
1. Η πρωτογενής πρόληψη επικεντρώνεται στους θεσμούς, στο ευρύ κοινό, στα ίδια τα παιδιά και απαιτεί:
- Μέτρα κοινωνικής πολιτικής για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των οικογενειών με χαμηλό εισόδημα.
- Δράσεις ευαισθητοποίησης της κοινότητας για την τροποποίηση των στάσεων απέναντι στην παιδική κακοποίηση.
- Προγράμματα οικογενειακού προγραμματισμού για την πρόληψη των ανεπιθύμητων εγκυμοσυνών.
- Ψυχο-εκπαιδευτικά προγράμματα ανάπτυξης γονεϊκών ικανοτήτων για μελλοντικούς ή νέους γονείς.
- Εκπαιδευτικά προγράμματα για επαγγελματίες υγείας και εκπαιδευτικούς.
- Πληροφόρηση των παιδιών για τα δικαιώματά τους.
2. Η δευτερογενής πρόληψη επιδιώκει την έγκαιρη αντιμετώπιση του προβλήματος πριν ακόμη συμβεί, δηλαδή εντοπισμό ατόμων "υψηλού κινδύνου", όπως έγκυες μητέρες με ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη ή χρήση ουσιών, με σκοπό να προληφθούν σοβαρά προβλήματα διαταραχής δεσμού ή γονεϊκής ικανότητας. Σημαντική είναι η ανάπτυξη κατάλληλων εναλλακτικών δομών φιλοξενίας των παιδιών όταν απομακρύνονται από βίαιους γονείς.
3. Η τριτογενής πρόληψη στοχεύει στη θεραπεία του προβλήματος, όταν η κακοποίηση έχει ήδη συμβεί και περιλαμβάνει παρεμβάσεις για να μειωθούν οι αρνητικές συνέπειες και να διακοπεί η επαναθυµατοποίηση. Αρχικά, είναι απαραίτητη η πλήρης εκτίμηση της οικογένειας από διεπιστημονική ομάδα. Στη συνέχεια, τα προγράμματα συμβουλευτικής και κοινωνικής υποστήριξης των θυμάτων παρέχουν ψυχοθεραπευτικές υπηρεσίες εμψύχωσης και ενδυνάμωσης, σε συνδυασμό με κοινωνικές παρεμβάσεις που αφορούν κυρίως τη βελτίωση των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της οικογένειας. Στόχος είναι η διακοπή της βίαιης συμπεριφοράς όσο το δυνατόν συντομότερα και η παραμονή του κακοποιημένου παιδιού στην οικογένεια. Εφόσον χρειαστεί, ανάδοχες οικογένειες μπορούν να φιλοξενήσουν το παιδί, ενώ αξιοποιούνται ανάλογα οι άτυπες κοινοτικές μορφές υποστήριξης. Υπάρχουν όμως και οι περιπτώσεις που απαιτείται η άμεση απομάκρυνση του παιδιού από το σπίτι, τουλάχιστον στην αρχική φάση και τυχόν εισαγωγή του στο νοσοκομείο ή σε καταφύγιο-ξενώνα, με σκοπό να προστατευτεί η ζωή του και έμμεσα αυτή των γονέων. Αν είναι αναγκαίο, αφαιρείται προσωρινά η επιμέλεια από τους γονείς.
Η πρώιμη παρέμβαση μπορεί να θέσει ένα φρένο στην εξέλιξη των δυσκολιών του παιδιού και στην ενήλικη ζωή.